- ἐκδημίαι
- ἐκδημίαgoingfem nom/voc plἐκδημίᾱͅ , ἐκδημίαgoingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκδημίᾳ — ἐκδημίαι , ἐκδημία going fem nom/voc pl ἐκδημίᾱͅ , ἐκδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδημία — ἐκδημία, η (AM) αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος αρχ. 1. αναχώρηση από έναν τόπο 2. εξορία 3. πληθ. αἱ ἐκδημίαι δημόσιες αποστολές στο εξωτερικό … Dictionary of Greek